- πογκρόμ
- το(λ. ρωσ.), άκλ.1. διωγμός εναντίον μειονοτήτων.2. διωγμός –από εκείνους που έχουν την εξουσία– των πολιτικών τους αντιπάλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πογκρόμ — Ρωσική λέξη που σημαίνει καταστροφή. Με τη λέξη αυτή χαρακτήριζαν λαϊκές εξεγέρσεις εναντίον των Εβραίων, που τις προκαλούσε η τσαρική αστυνομία. Γενικά, π. λέγονται οι ομαδικοί διωγμοί των Εβραίων. Πογκρόμ: φωτογραφία του 1938 που δείχνει τις… … Dictionary of Greek
Deport Racism Organization — The Deport Racism Organization (Greek: Κίνηση Απελάστε το Ρατσισμό, sometimes referred to as KAR by its Greek initials), founded in 2007, is an organization of immigrants and Greek citizens against racism and neo fascism. Their aims include the… … Wikipedia
αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… … Dictionary of Greek
γκέτο — Ονομασία που δόθηκε τον 16o αι. στις συνοικίες ευρωπαϊκών πόλεων, όπου κατοικούσαν υποχρεωτικά οι Εβραίοι. Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας όπου υπήρχε ένα χυτήριο (getto). Η συνήθεια των Εβραίων να… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek